·

institution (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “institution”

ενικός institution, πληθυντικός institutions ή μη μετρήσιμο
  1. ίδρυμα
    The university is a respected institution with a strong tradition of academic excellence.
  2. θεσμός
    The institution of marriage varies greatly across different cultures.
  3. εγκαθίδρυση
    The institution of new environmental laws aims to protect the planet.
  4. ίδρυμα (νοσοκομείο)
    After struggling with his mental health, he spent a few months in an institution.
  5. θεσμός (ένα άτομο που έχει συνδεθεί με έναν τόπο ή οργανισμό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα)
    After 50 years at the company, he is such an institution here.