ουσιαστικό “institution”
ενικός institution, πληθυντικός institutions ή μη μετρήσιμο
- ίδρυμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The university is a respected institution with a strong tradition of academic excellence.
- θεσμός
The institution of marriage varies greatly across different cultures.
- εγκαθίδρυση
The institution of new environmental laws aims to protect the planet.
- ίδρυμα (νοσοκομείο)
After struggling with his mental health, he spent a few months in an institution.
- θεσμός (ένα άτομο που έχει συνδεθεί με έναν τόπο ή οργανισμό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα)
After 50 years at the company, he is such an institution here.