·

onboarding (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “onboarding”

ενικός onboarding, πληθυντικός onboardings ή μη μετρήσιμο
  1. ενσωμάτωση (η διαδικασία ενσωμάτωσης ενός νέου υπαλλήλου σε έναν οργανισμό, που συχνά περιλαμβάνει εκπαίδευση και προσανατολισμό)
    The company's onboarding program helps new hires understand their roles and responsibilities within the team.
  2. ενσωμάτωση (η διαδικασία εξοικείωσης ενός νέου πελάτη ή χρήστη με ένα προϊόν ή υπηρεσία)
    The app's onboarding guides users through its main features with a simple tutorial.