ουσιαστικό “motor”
ενικός motor, πληθυντικός motors
- κινητήρας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The electric motor powers the wheels of the car.
- κινητήρια δύναμη
Innovation is the motor of economic growth.
επίθετο “motor”
βασική μορφή motor, μη βαθμ.
- κινητικός
The physical therapist assessed his motor skills after the injury.
- αυτοκινητικός
She works in the motor industry designing new car models.
- μηχανοκίνητος
They enjoyed a weekend trip on a motor yacht along the coast.
ρήμα “motor”
απαρέμφατο motor; αυτός motors; αόριστος motored; μετοχή αορ. motored; μετοχή ενεστ. motoring
- κινούμαι γρήγορα (με όχημα)
The project was motoring along ahead of schedule.
- (στην αεροπορία) να περιστρέφεται ο κινητήρας ενός αεροσκάφους χρησιμοποιώντας τη μίζα χωρίς καύσιμο
The technicians motored the engine to check for mechanical issues.