·

motor (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα

ουσιαστικό “motor”

ενικός motor, πληθυντικός motors
  1. κινητήρας
    The electric motor powers the wheels of the car.
  2. κινητήρια δύναμη
    Innovation is the motor of economic growth.

επίθετο “motor”

βασική μορφή motor, μη βαθμ.
  1. κινητικός
    The physical therapist assessed his motor skills after the injury.
  2. αυτοκινητικός
    She works in the motor industry designing new car models.
  3. μηχανοκίνητος
    They enjoyed a weekend trip on a motor yacht along the coast.

ρήμα “motor”

απαρέμφατο motor; αυτός motors; αόριστος motored; μετοχή αορ. motored; μετοχή ενεστ. motoring
  1. κινούμαι γρήγορα (με όχημα)
    The project was motoring along ahead of schedule.
  2. (στην αεροπορία) να περιστρέφεται ο κινητήρας ενός αεροσκάφους χρησιμοποιώντας τη μίζα χωρίς καύσιμο
    The technicians motored the engine to check for mechanical issues.