ουσιαστικό “mist”
ενικός mist, πληθυντικός mists ή μη μετρήσιμο
- ομίχλη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The mist in the mountains made the landscape look mysterious.
- πέπλο (που δυσκολεύει την κατανόηση)
There was a mist of uncertainty in his mind as he pondered the decision.
ρήμα “mist”
απαρέμφατο mist; αυτός mists; αόριστος misted; μετοχή αορ. misted; μετοχή ενεστ. misting
- ψεκάζω
She mists her houseplants every morning to keep them healthy.
- θολώνω
The bathroom mirror misted over after the hot shower.
- δακρύζω
His eyes misted as he watched the touching reunion.
- ομιχλιάζω
The lake mists when the air is cool and humid in the early morning.