ουσιαστικό “military”
ενικός military, πληθυντικός militaries
- στρατιωτικές δυνάμεις
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The government decided to increase funding for the military to improve national defense.
επίθετο “military”
βασική μορφή military, μη βαθμ.
- στρατιωτικός
He wore his military uniform to the parade with pride.