·

military (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “military”

ενικός military, πληθυντικός militaries
  1. στρατιωτικές δυνάμεις
    The government decided to increase funding for the military to improve national defense.

επίθετο “military”

βασική μορφή military, μη βαθμ.
  1. στρατιωτικός
    He wore his military uniform to the parade with pride.