·

chilly (EN)
επίθετο

επίθετο “chilly”

chilly, συγκρ. chillier, υπερθ. chilliest
  1. δροσερός
    The morning air was chilly, so I wrapped my scarf tighter around my neck.
  2. κρύος (συναίσθημα κρύου που προκαλεί δυσφορία)
    After forgetting my jacket, I was chilly throughout the entire football game.
  3. απόμακρος (συμπεριφορά που δεν είναι θερμή ή φιλόξενη)
    His chilly response to my greeting made me think I had offended him somehow.