επίθετο “chilly”
chilly, συγκρ. chillier, υπερθ. chilliest
- δροσερός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The morning air was chilly, so I wrapped my scarf tighter around my neck.
- κρύος (συναίσθημα κρύου που προκαλεί δυσφορία)
After forgetting my jacket, I was chilly throughout the entire football game.
- απόμακρος (συμπεριφορά που δεν είναι θερμή ή φιλόξενη)
His chilly response to my greeting made me think I had offended him somehow.