·

menu (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “menu”

ενικός menu, πληθυντικός menus
  1. κατάλογος
    After being seated, we scanned the menus to decide what to order.
  2. μενού (σε υπολογιστή)
    To change the game settings, navigate to the menu using your controller.
  3. κατ' εικόνα, θέματα προς συζήτηση ή εκτέλεση
    The project manager asked, "What's on the menu for this week's tasks?"