·

materiality (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “materiality”

ενικός materiality, μη μετρήσιμο
  1. υλικότητα (η ποιότητα του να είναι φυσικό ή υλικό· η ύπαρξη κάτι στον φυσικό κόσμο)
    The architect emphasized the materiality of the building by showcasing its raw concrete surfaces.
  2. ουσιαστικότητα (η σημασία ή η συνάφεια κάποιου πράγματος)
    The attorney questioned the materiality of the witness's statement in influencing the jury's verdict.
  3. (στη λογιστική) μια αρχή που δηλώνει ότι όλα τα δεδομένα που είναι πιθανό να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων των επενδυτών πρέπει να καταγράφονται στις οικονομικές καταστάσεις.
    When producing financial statements, it is important to keep materiality in mind.