ρήμα “manage”
απαρέμφατο manage; αυτός manages; αόριστος managed; μετοχή αορ. managed; μετοχή ενεστ. managing
- διαχειρίζομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She managed the project so efficiently that it was completed ahead of schedule.
- αντιμετωπίζω
Despite the economic crisis, the government managed the situation very well.
- ολοκληρώνω
Despite the heavy rain, she managed to finish the marathon.
- τα βγάζω πέρα (με περιορισμένους πόρους)
Despite losing his job, he managed on his savings until he found new employment.
- τα καταφέρνω (μόλις και μετά βίας)
It will be difficult without your help, but we'll manage.