·

machine (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “machine”

ενικός machine, πληθυντικός machines
  1. μηχανή
    The factory is full of machines that assemble cars.
  2. υπολογιστής
    She spends most of her day working on her machine.
  3. τηλεφωνητής
    I called him, but I got his machine instead.
  4. μηχανισμός (πολιτικός)
    The political machine helped him get elected to office.
  5. άτομο που εκτελεί μια δεδομένη εργασία αποτελεσματικά, ακούραστα ή αδίστακτα
    He is a scoring machine; he leads the league in points.
  6. πλυντήριο
    Please put the clothes in the machine.

ρήμα “machine”

απαρέμφατο machine; αυτός machines; αόριστος machined; μετοχή αορ. machined; μετοχή ενεστ. machining
  1. κατεργάζομαι με μηχανή
    The engineer machined the metal parts to precise dimensions.