ουσιαστικό “machine”
ενικός machine, πληθυντικός machines
- μηχανή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The factory is full of machines that assemble cars.
- υπολογιστής
She spends most of her day working on her machine.
- τηλεφωνητής
I called him, but I got his machine instead.
- μηχανισμός (πολιτικός)
The political machine helped him get elected to office.
- άτομο που εκτελεί μια δεδομένη εργασία αποτελεσματικά, ακούραστα ή αδίστακτα
He is a scoring machine; he leads the league in points.
- πλυντήριο
Please put the clothes in the machine.
ρήμα “machine”
απαρέμφατο machine; αυτός machines; αόριστος machined; μετοχή αορ. machined; μετοχή ενεστ. machining
- κατεργάζομαι με μηχανή
The engineer machined the metal parts to precise dimensions.