·

lifetime (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “lifetime”

ενικός lifetime, πληθυντικός lifetimes ή μη μετρήσιμο
  1. διάρκεια ζωής
    She dedicated her lifetime to researching renewable energy solutions.
  2. αιωνιότητα (με υπερβολική χρήση για να δηλώσει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα)
    It took me a lifetime to finish painting the entire house by myself.