·

laminator (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “laminator”

ενικός laminator, πληθυντικός laminators
  1. πλαστικοποιητής (μηχάνημα που χρησιμοποιείται για να καλύψει ένα έγγραφο ή υλικό με ένα προστατευτικό στρώμα)
    The teacher used the laminator in the classroom to protect the students' artwork with a plastic coating.