επίθετο “joint”
βασική μορφή joint, μη βαθμ.
- κοινός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They opened a joint bank account.
ουσιαστικό “joint”
ενικός joint, πληθυντικός joints
- άρθρωση
He felt pain in every joint after the long hike.
- σύνδεσμος
The plumber fixed the leaky joint between the pipes.
- κομμάτι κρέατος
She roasted a joint of beef for the family dinner.
- τσιγαριλίκι
They sat around the fire and smoked a joint.
- στέκι
They had dinner at a little joint on Main Street.
ρήμα “joint”
απαρέμφατο joint; αυτός joints; αόριστος jointed; μετοχή αορ. jointed; μετοχή ενεστ. jointing
- τεμαχίζω
She jointed the chicken before roasting it.
- συνδέω
The builder jointed the pipes securely.
- αρθρώνω
The doll's arms and legs were jointed for easy movement.