ουσιαστικό “jigsaw”
ενικός jigsaw, πληθυντικός jigsaws
- παζλ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She spent the afternoon completing a thousand-piece jigsaw.
- σέγα
The carpenter used a jigsaw to cut intricate shapes in the wood.
- παζλ (μυστηριώδης κατάσταση)
The detective started assembling the pieces of the jigsaw.