·

in turn (EN)
φράση

φράση “in turn”

  1. με τη σειρά του (ως αποτέλεσμα προηγούμενου γεγονότος)
    The company cut costs, which in turn led to higher profits.
  2. με τη σειρά (όταν οι άνθρωποι ή τα πράγματα κάνουν κάτι διαδοχικά)
    The students answered the teacher's questions in turn during the discussion.