ρήμα “improve”
απαρέμφατο improve; αυτός improves; αόριστος improved; μετοχή αορ. improved; μετοχή ενεστ. improving
- βελτιώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Regular exercise can improve your health.
- βελτιώνομαι
Her grades are improving since she started studying more.