·

correct (EN)
επίθετο, ρήμα, επίφωνο

επίθετο “correct”

βασική μορφή correct, μη βαθμ.
  1. σωστός
    She gave the correct answer to the math problem.
  2. κατάλληλος
    Leaving your current job was the correct decision.
  3. ευγενικός
    At the formal dinner, her correct behavior impressed all the guests.

ρήμα “correct”

απαρέμφατο correct; αυτός corrects; αόριστος corrected; μετοχή αορ. corrected; μετοχή ενεστ. correcting
  1. διορθώνω
    The software update corrected the glitch that was causing the app to crash.
  2. βαθμολογώ (στο πλαίσιο της διόρθωσης εργασιών)
    After the final exam, Mr. Johnson spent the weekend correcting the students' papers.
  3. διορθώνω (στο πλαίσιο της επισήμανσης λάθους)
    She hates when her husband keeps correcting her before her friends.

επίφωνο “correct”

correct
  1. σωστά
    "So you have finished the job already?" "Correct."