επίθετο “correct”
βασική μορφή correct, μη βαθμ.
- σωστός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She gave the correct answer to the math problem.
- κατάλληλος
Leaving your current job was the correct decision.
- ευγενικός
At the formal dinner, her correct behavior impressed all the guests.
ρήμα “correct”
απαρέμφατο correct; αυτός corrects; αόριστος corrected; μετοχή αορ. corrected; μετοχή ενεστ. correcting
- διορθώνω
The software update corrected the glitch that was causing the app to crash.
- βαθμολογώ (στο πλαίσιο της διόρθωσης εργασιών)
After the final exam, Mr. Johnson spent the weekend correcting the students' papers.
- διορθώνω (στο πλαίσιο της επισήμανσης λάθους)
She hates when her husband keeps correcting her before her friends.
επίφωνο “correct”
- σωστά
"So you have finished the job already?" "Correct."