επίθετο “humanitarian”
βασική μορφή humanitarian (more/most)
- ανθρωπιστικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The organization provided humanitarian aid to the victims of the earthquake.
- ανθρωπιστικός (που αφορά καταστάσεις με πολύ πόνο και ανάγκη για άμεση βοήθεια)
The earthquake created a humanitarian crisis, leaving thousands of people in desperate need of food and shelter.
ουσιαστικό “humanitarian”
ενικός humanitarian, πληθυντικός humanitarians
- ανθρωπιστής
Sarah is a dedicated humanitarian who spends her weekends volunteering at the local food bank.