·

humanitarian (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “humanitarian”

βασική μορφή humanitarian (more/most)
  1. ανθρωπιστικός
    The organization provided humanitarian aid to the victims of the earthquake.
  2. ανθρωπιστικός (που αφορά καταστάσεις με πολύ πόνο και ανάγκη για άμεση βοήθεια)
    The earthquake created a humanitarian crisis, leaving thousands of people in desperate need of food and shelter.

ουσιαστικό “humanitarian”

ενικός humanitarian, πληθυντικός humanitarians
  1. ανθρωπιστής
    Sarah is a dedicated humanitarian who spends her weekends volunteering at the local food bank.