ουσιαστικό “hike”
ενικός hike, πληθυντικός hikes
- πεζοπορία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We went on a hike through the forest to enjoy the fresh air.
- αύξηση (μεγάλη ή ξαφνική)
The sudden price hike in groceries surprised everyone.
- σνάπ (στο αμερικανικό ποδόσφαιρο)
The quarterback called for the hike, and the center snapped the ball to him.
ρήμα “hike”
απαρέμφατο hike; αυτός hikes; αόριστος hiked; μετοχή αορ. hiked; μετοχή ενεστ. hiking
- κάνω πεζοπορία
We like to hike in the mountains every summer.
- αυξάνω (τιμή ξαφνικά ή άδικα)
The store owner hiked the prices of water bottles right before the big event.