·

hike (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “hike”

ενικός hike, πληθυντικός hikes
  1. πεζοπορία
    We went on a hike through the forest to enjoy the fresh air.
  2. αύξηση (μεγάλη ή ξαφνική)
    The sudden price hike in groceries surprised everyone.
  3. σνάπ (στο αμερικανικό ποδόσφαιρο)
    The quarterback called for the hike, and the center snapped the ball to him.

ρήμα “hike”

απαρέμφατο hike; αυτός hikes; αόριστος hiked; μετοχή αορ. hiked; μετοχή ενεστ. hiking
  1. κάνω πεζοπορία
    We like to hike in the mountains every summer.
  2. αυξάνω (τιμή ξαφνικά ή άδικα)
    The store owner hiked the prices of water bottles right before the big event.