επίθετο “heavenly”
βασική μορφή heavenly (more/most)
- ουράνιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
God is our heavenly Father.
- ουράνιος (σχετικός με τον ουρανό)
On a clear night, the heavenly display of stars and constellations is truly breathtaking.
- ουράνιος (στην έννοια του απερίγραπτα όμορφου ή ευχάριστου)
The scent of the blooming jasmine in the garden was heavenly and filled the air with sweetness.
επίρρημα “heavenly”
- ουράνια
The sick child recovered so quickly, it was as if she had been healed heavenly.
- ουράνια (στην έννοια της απόλυτης ευχαρίστησης)
The chocolate cake was heavenly sweet I couldn't resist eating more.