·

habitable (EN)
επίθετο

επίθετο “habitable”

βασική μορφή habitable (more/most)
  1. κατοικήσιμος
    The old house was barely habitable, but with some repairs, it could become a cozy home.
  2. κατάλληλος για ζωή (όταν αναφέρεται σε πλανήτη ή ουράνιο σώμα)
    Scientists are constantly searching for habitable planets that may have conditions similar to Earth.