ουσιαστικό “ship”
ενικός ship, πληθυντικός ships
- πλοίο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The large ship sailed across the ocean, carrying hundreds of passengers and cargo.
- σκάφος
The astronauts boarded the ship and prepared for their journey to Mars.
ρήμα “ship”
απαρέμφατο ship; αυτός ships; αόριστος shipped; μετοχή αορ. shipped; μετοχή ενεστ. shipping
- μεταφέρω (με πλοίο)
They decided to ship the goods across the ocean to reach the overseas market.
- αποστέλλω
They will ship the new books to the store next week.
- κυκλοφορώ
The new software version will ship next week.
- μπάζω νερά
The boat was shipping water so quickly that we had to start bailing it out.
- να θέλεις δύο γνωστά πρόσωπα να εμπλακούν ρομαντικά
Many fans ship Harry and Hermione in the "Harry Potter" series.