·

globe (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “globe”

ενικός globe, πληθυντικός globes
  1. Γη
    The satellite sent images of the entire globe.
  2. υδρόγειος σφαίρα
    The students used a globe to learn about geography.
  3. σφαίρα (αντικείμενο)
    The artist crafted a beautiful glass globe.
  4. γυάλινο κάλυμμα για φως ή λάμπα
    He replaced the broken globe on the porch light.