·

excited (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
excite (ρήμα)

επίθετο “excited”

βασική μορφή excited (more/most)
  1. ενθουσιασμένος
    The kids were excited to see the clown perform at the birthday party.
  2. διεγερμένος (σε φυσική κατάσταση με αυξημένη ενέργεια)
    In the lab, we observed the excited atoms emitting a spectrum of colors as they returned to their ground state.
  3. σεξουαλικά διεγερμένος
    The romantic movie scene left them feeling visibly excited.