επίθετο “entire”
βασική μορφή entire, μη βαθμ.
- ολόκληρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She read the entire book in one day.
- ακέραιος (ικανός να αναπαραχθεί)
The farmer decided to keep the horse entire so it could father future generations.
- ακέραιος (με λεία περιφέρεια)
The leaves of the plant are entire, with smooth edges and no notches.
ουσιαστικό “entire”
ενικός entire, πληθυντικός entires ή μη μετρήσιμο
- επιβήτορας
The farmer decided to keep the horse as an entire because he wanted to breed him.