·

else (EN)
επίθετο, επίρρημα, σύνδεσμος

επίθετο “else”

βασική μορφή else, μη βαθμ.
  1. άλλος
    Is there anything else you need from the store?

επίρρημα “else”

else (more/most)
  1. αλλιώς (πώς αλλιώς, πού αλλιώς, πότε αλλιώς κ.λπ.)
    Where else could they have gone?

σύνδεσμος “else”

else
  1. αλλιώς
    You need to study hard, else you might fail the exam.