επίθετο “elder”
βασική μορφή elder, μη βαθμ.
- μεγαλύτερος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My elder sister is a doctor.
ουσιαστικό “elder”
ενικός elder, πληθυντικός elders
- πρεσβύτερος (λόγω ηλικίας και εμπειρίας)
Children should respect their elders.
- ηγέτης (ή ανώτερο μέλος της κοινότητας)
The village elders met to discuss the problem.
- πρεσβύτερος (σε εκκλησία)
He was appointed as an elder of the church.
- κουφοξυλιά
They harvested elderberries from the elder in the garden to make jam.