·

elder (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “elder”

βασική μορφή elder, μη βαθμ.
  1. μεγαλύτερος
    My elder sister is a doctor.

ουσιαστικό “elder”

ενικός elder, πληθυντικός elders
  1. πρεσβύτερος (λόγω ηλικίας και εμπειρίας)
    Children should respect their elders.
  2. ηγέτης (ή ανώτερο μέλος της κοινότητας)
    The village elders met to discuss the problem.
  3. πρεσβύτερος (σε εκκλησία)
    He was appointed as an elder of the church.
  4. κουφοξυλιά
    They harvested elderberries from the elder in the garden to make jam.