ουσιαστικό “driver”
ενικός driver, πληθυντικός drivers
- οδηγός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He was a careful driver who always obeyed the speed limits.
- κινητήριος παράγοντας
Technological innovation is a key driver of economic growth.
- πρόγραμμα οδήγησης (πληροφορική, ένα πρόγραμμα που ελέγχει μια συσκευή συνδεδεμένη σε έναν υπολογιστή)
You need to install the correct driver for your printer to work properly.
- ένα μπαστούνι του γκολφ που χρησιμοποιείται για να χτυπήσει την μπάλα σε μεγάλες αποστάσεις
She used her driver to hit the ball off the tee.
- (ήχος) ένα μέρος ενός ηχείου ή ακουστικού που παράγει ήχο
The headphones have large drivers for better bass response.