ουσιαστικό “tongs”
tongs, μόνο πληθυντικός
- λαβίδα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used the tongs to pick up the hot coals from the fire.
- τανάλια (χρησιμοποιείται για την ανύψωση και μεταφορά βαριών αντικειμένων)
The workers lifted the heavy ice blocks using sturdy ice tongs.