·

tongs (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “tongs”

tongs, μόνο πληθυντικός
  1. λαβίδα
    She used the tongs to pick up the hot coals from the fire.
  2. τανάλια (χρησιμοποιείται για την ανύψωση και μεταφορά βαριών αντικειμένων)
    The workers lifted the heavy ice blocks using sturdy ice tongs.