·

doubles (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
double (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “doubles”

ενικός doubles, πληθυντικός doubles
  1. διπλά
    We played doubles tennis at the park this afternoon.