επίρρημα “yesterday”
- χθες
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I lost my keys yesterday and found them under the couch this morning.
- χθες (με έννοια επείγοντος)
When should we do it? Yesterday.
ουσιαστικό “yesterday”
ενικός yesterday, πληθυντικός yesterdays ή μη μετρήσιμο
- χθεσινός (ημέρα)
Yesterday was so sunny compared to today's rain.
- παρελθόν (σε αναφορά σε κάτι που δεν είναι πλέον σύγχρονο ή επίκαιρο)
In this fast-paced world, dial-up internet is yesterday's technology.