·

yesterday (EN)
επίρρημα, ουσιαστικό

επίρρημα “yesterday”

yesterday (more/most)
  1. χθες
    I lost my keys yesterday and found them under the couch this morning.
  2. χθες (με έννοια επείγοντος)
    When should we do it? Yesterday.

ουσιαστικό “yesterday”

ενικός yesterday, πληθυντικός yesterdays ή μη μετρήσιμο
  1. χθεσινός (ημέρα)
    Yesterday was so sunny compared to today's rain.
  2. παρελθόν (σε αναφορά σε κάτι που δεν είναι πλέον σύγχρονο ή επίκαιρο)
    In this fast-paced world, dial-up internet is yesterday's technology.