·

discounting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
discount (ρήμα)

ουσιαστικό “discounting”

ενικός discounting, μη μετρήσιμο
  1. προεξόφληση (στα χρηματοοικονομικά, ο υπολογισμός της τρέχουσας αξίας μελλοντικών χρημάτων)
    The company uses discounting to evaluate the present value of its future cash flows.