·

deferred (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
defer (ρήμα)

επίθετο “deferred”

βασική μορφή deferred (more/most)
  1. αναβαλλόμενος (στα χρηματοοικονομικά, μη αναγνωρισμένος μέχρι μελλοντική ημερομηνία)
    The company reported deferred revenue in its financial statements.