·

cupping (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
cup (ρήμα)

ουσιαστικό “cupping”

ενικός cupping, πληθυντικός cuppings ή μη μετρήσιμο
  1. βεντούζες
    She tried cupping to relieve her back pain.
  2. γευσιγνωσία καφέ
    The barista invited us to a cupping to try different coffee blends.