·

costing (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
cost (ρήμα)

ουσιαστικό “costing”

ενικός costing, πληθυντικός costings
  1. κοστολόγηση
    The accountant provided a costing for the new building.