επίθετο “corporate”
βασική μορφή corporate (more/most)
- εταιρικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The corporate office handles all the financial transactions.
- απρόσωπος
The hotel's decor was stylish but felt very corporate.
- συλλογικός
They made a corporate effort to reduce their environmental impact.
ουσιαστικό “corporate”
ενικός corporate, πληθυντικός corporates ή μη μετρήσιμο
- διεύθυνση (ανώτατη διοίκηση)
The new policy was introduced by corporate last week.
- εταιρεία (μεγάλη επιχείρηση)
Several international corporates sponsored the event.
- ομόλογο που εκδίδεται από μια εταιρεία
She decided to invest in corporates instead of government securities.