·

corporate (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “corporate”

βασική μορφή corporate (more/most)
  1. εταιρικός
    The corporate office handles all the financial transactions.
  2. απρόσωπος
    The hotel's decor was stylish but felt very corporate.
  3. συλλογικός
    They made a corporate effort to reduce their environmental impact.

ουσιαστικό “corporate”

ενικός corporate, πληθυντικός corporates ή μη μετρήσιμο
  1. διεύθυνση (ανώτατη διοίκηση)
    The new policy was introduced by corporate last week.
  2. εταιρεία (μεγάλη επιχείρηση)
    Several international corporates sponsored the event.
  3. ομόλογο που εκδίδεται από μια εταιρεία
    She decided to invest in corporates instead of government securities.