·

condominium (EN)
ουσιαστικό, ουσιαστικό

ουσιαστικό “condominium”

ενικός condominium, πληθυντικός condominiums
  1. διαμέρισμα (σε συγκρότημα με κοινόχρηστους χώρους)
    She bought a condominium in the city to be closer to work.
  2. συγκρότημα κατοικιών (με ξεχωριστές ιδιοκτησίες)
    The new condominium features a swimming pool and rooftop garden.

ουσιαστικό “condominium”

ενικός condominium, πληθυντικός condominia, condominiums
  1. συγκυριαρχία (σε έδαφος υπό κοινή κυριαρχία)
    The disputed area was administered as a condominium by the neighboring countries.