ουσιαστικό “comb”
ενικός comb, πληθυντικός combs
- χτένα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used a comb to untangle her hair every morning.
- χτένισμα
After swimming, she gave her tangled hair a thorough comb.
- κορώνα (στο κεφάλι του κόκορα)
The rooster's bright red comb stood out against his dark feathers.
- κηρήθρα
The beekeeper carefully extracted the honey-filled combs from the hive.
- ασφαλιστικό σύστημα καμπύλων (στις κυλιόμενες σκάλες)
Before stepping off the escalator, make sure your shoelaces don't get caught in the comb at the end.
- σκελετός (στο στόμιο της φυσαρμόνικας)
He carefully cleaned the comb of his harmonica to ensure it produced clear, beautiful notes.
ρήμα “comb”
απαρέμφατο comb; αυτός combs; αόριστος combed; μετοχή αορ. combed; μετοχή ενεστ. combing
- χτενίζω
She combed her cat's fur to remove the tangles.
- σαρώνω (με την έννοια της ενδελεχούς αναζήτησης)
Detectives combed through the abandoned house looking for clues.