·

comb (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “comb”

ενικός comb, πληθυντικός combs
  1. χτένα
    She used a comb to untangle her hair every morning.
  2. χτένισμα
    After swimming, she gave her tangled hair a thorough comb.
  3. κορώνα (στο κεφάλι του κόκορα)
    The rooster's bright red comb stood out against his dark feathers.
  4. κηρήθρα
    The beekeeper carefully extracted the honey-filled combs from the hive.
  5. ασφαλιστικό σύστημα καμπύλων (στις κυλιόμενες σκάλες)
    Before stepping off the escalator, make sure your shoelaces don't get caught in the comb at the end.
  6. σκελετός (στο στόμιο της φυσαρμόνικας)
    He carefully cleaned the comb of his harmonica to ensure it produced clear, beautiful notes.

ρήμα “comb”

απαρέμφατο comb; αυτός combs; αόριστος combed; μετοχή αορ. combed; μετοχή ενεστ. combing
  1. χτενίζω
    She combed her cat's fur to remove the tangles.
  2. σαρώνω (με την έννοια της ενδελεχούς αναζήτησης)
    Detectives combed through the abandoned house looking for clues.