ουσιαστικό “colonel”
ενικός colonel, πληθυντικός colonels
- συνταγματάρχης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The colonel commanded the regiment with great skill during the battle.