επίθετο “certified”
βασική μορφή certified, μη βαθμ.
- πιστοποιημένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She is a certified teacher with many years of experience.
- επικυρωμένος
The company provided certified copies of their financial statements to the auditors.
- τρελός (με επίσημη διάγνωση)
After several incidents, he was certified and taken to a psychiatric hospital.