·

cash (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “cash”

ενικός cash, μη μετρήσιμο
  1. μετρητά
    She paid for the groceries with cash.
  2. (χρηματοοικονομικά) χρήματα που είναι άμεσα διαθέσιμα για χρήση (σε αντίθεση με επενδύσεις ή άλλα περιουσιακά στοιχεία)
    The company needs more cash to fund its operations.

ρήμα “cash”

απαρέμφατο cash; αυτός cashes; αόριστος cashed; μετοχή αορ. cashed; μετοχή ενεστ. cashing
  1. να ανταλλάξω μια επιταγή με χρήματα σε μορφή μετρητών
    After selling the car, he cashed the check at the bank.
  2. χρήματα (ως έπαθλο)
    He cashed in all three tournaments he played this week.