ουσιαστικό “boy”
ενικός boy, πληθυντικός boys
- αγόρι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The little boy was excited to start school.
- νεαρός
The boy at the store helped me find what I needed.
- γιος
I'm so proud of my boy for graduating.
- (ανεπίσημο, συνήθως πληθυντικός) μια ομάδα ανδρών φίλων
I'm meeting up with the boys tonight.
- (χαϊδευτικό) χρησιμοποιείται για να απευθυνθεί κανείς σε αρσενικό ζώο, ειδικά κατοικίδιο.
Good boy! Who's a good dog?
- ηρωίνη
He was arrested for selling boy on the streets.
επίφωνο “boy”
- αγόρι (έκφραση έκπληξης ή έμφασης)
Boy, that was an amazing game!