·

boy (EN)
ουσιαστικό, επίφωνο

ουσιαστικό “boy”

ενικός boy, πληθυντικός boys
  1. αγόρι
    The little boy was excited to start school.
  2. νεαρός
    The boy at the store helped me find what I needed.
  3. γιος
    I'm so proud of my boy for graduating.
  4. (ανεπίσημο, συνήθως πληθυντικός) μια ομάδα ανδρών φίλων
    I'm meeting up with the boys tonight.
  5. (χαϊδευτικό) χρησιμοποιείται για να απευθυνθεί κανείς σε αρσενικό ζώο, ειδικά κατοικίδιο.
    Good boy! Who's a good dog?
  6. ηρωίνη
    He was arrested for selling boy on the streets.

επίφωνο “boy”

boy
  1. αγόρι (έκφραση έκπληξης ή έμφασης)
    Boy, that was an amazing game!