·

bowling (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
bowl (ρήμα)

ουσιαστικό “bowling”

ενικός bowling, μη μετρήσιμο
  1. μπόουλινγκ
    Bowling is my favorite sport to play with friends.