·

bored (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
bore (ρήμα)

επίθετο “bored”

βασική μορφή bored (more/most)
  1. βαριεστημένος
    She felt bored during the long, dull lecture on ancient history.