επίθετο “booted”
βασική μορφή booted, μη βαθμ.
- που φοράει μπότες
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The soldiers, booted and armed, marched towards the battlefield.
- με φτερωτά πόδια (όπως μπότες)
The booted eagle gets its name from its feather-covered legs.