ρήμα “boast”
απαρέμφατο boast; αυτός boasts; αόριστος boasted; μετοχή αορ. boasted; μετοχή ενεστ. boasting
- καυχιέμαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She boasted about her high score on the test to anyone who would listen.
- διαθέτω κάτι ξεχωριστό ή μοναδικό
The new smartphone boasts an incredibly long battery life.
- σμιλεύω πέτρα με πλατύ σμίλε
The mason boasted the edges of the marble slab to ensure it fit perfectly in the new foyer.
- κάνω μπόστα (στο σκουός)
During the match, she boasted the ball off the side wall, catching her opponent off guard.
ουσιαστικό “boast”
ενικός boast, πληθυντικός boasts ή μη μετρήσιμο
- καυχησιολόγημα
His boast about winning the race annoyed everyone at the party.
- μπόστα (στο σκουός)
During the match, she executed a perfect boast, catching her opponent off guard.