ουσιαστικό “artistry”
ενικός artistry, μη μετρήσιμο
- τεχνική
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The artistry of the ice sculptor was evident in the intricate details of the swan he carved.