·

begin (EN)
ρήμα

ρήμα “begin”

απαρέμφατο begin; αυτός begins; αόριστος began; μετοχή αορ. begun; μετοχή ενεστ. beginning
  1. αρχίζω
    She began her speech with a funny anecdote.
  2. ξεκινάω (σε σχέση με χρόνο)
    The movie begins at 8 PM.