ρήμα “begin”
απαρέμφατο begin; αυτός begins; αόριστος began; μετοχή αορ. begun; μετοχή ενεστ. beginning
- αρχίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She began her speech with a funny anecdote.
- ξεκινάω (σε σχέση με χρόνο)
The movie begins at 8 PM.