·

be to (EN)
φράση

φράση “be to”

  1. υποδηλώνει ότι κάτι είναι προγραμματισμένο ή αναμένεται να συμβεί στο μέλλον
    The new museum is to open in the spring.
  2. εκφράζει οδηγίες ή εντολές
    All students are to remain seated until the bell rings.
  3. υποδηλώνει ότι κάτι πρέπει να συμβεί για να είναι δυνατό κάτι άλλο.
    If she is to succeed, she must practice every day.