επίθετο “balmy”
βασική μορφή balmy (more/most)
- ήπιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
We enjoyed a picnic in the park on a balmy spring afternoon.
- ευωδιαστός
The garden was filled with balmy jasmine flowers.
- τρελούτσικος (συμπεριφορά)
Everyone thought Uncle Joe was a bit balmy for talking to his plants every morning.